- εὔχρηστοι
- εὔχρηστοςusefulmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
благопотребьныи — (8*) пр. Полезный, пригодный: съсудъ избранъ бл҃гопотребѣнъ. Пр 1383, 69г; Оугодникъ же моисии. и иже с нимь слоужиша б҃ви изволениѥмь бл҃гымъ. съсоуди бл҃гопотребнии соуще своемоу вл(д)цѣ (εὔχρηστα) ПНЧ XIV, 3а; И поне же всѩкы истѩзании ѡ(т)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
благостьныи — (4*) пр. Добрый, милостивый, милосердный: въ оузница ѡсоужаѥми. слоужбы ѡ(т)падъше. повѣржени ѡ(т)иноудь не чюютьсѩ. како бо просѩть ѥже ѡставиша могоуще. бра(т)и бл҃гостьни быти. (εὔχρηστοι) ПНЧ 1296, 143; ˫ако варiлъ и ѥси блг(с)ниѥмь… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εαυτού — ής, oύ (AM ἑαυτοῡ, ῆς, οῡ Α και αὑτοῡ, ῆς, οῡ) αυτοπαθής αντωνυμία γ προσώπου (α. «ἔρριπτον εἰς ὕδωρ σφᾱς αὐτούς» έπεφταν στο νερό β. «αὐτὸ ἐφ ἑαυτό» μόνο του, άσχετα από άλλα γ. «αὐτὸ καθ ἑαυτό» αυτό εξεταζόμενο μόνο του αποκλειστικά) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
μαγαρίζω — (Μ μαγαρίζω) 1. ρυπαίνω, λερώνω, βρομίζω 2. μιαίνω, μολύνω 3. (για χώρους και αντικείμενα λατρείας) βεβηλώνω 4. ασελγώ παρά φύση, βιάζω 5. ντροπιάζω 6. αλλαξοπιστώ 7. αμαρτάνω 8. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαγαρισμένος, η, ο(ν) α) μιαρός,… … Dictionary of Greek
πολυέλαιος — Φωτιστικό σκεύος που αποτελείται από ένα κύριο σώμα σταθερό ή κινητό, στο οποίο μπορούν να προσαρμοστούν ένας ή περισσότεροι βραχίονες που στηρίζουν τις λάμπες. Ο π. χρησιμοποιήθηκε στην κλασική αρχαιότητα και στη ρωμαϊκή εποχή. Στον Μεσαίωνα… … Dictionary of Greek
σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… … Dictionary of Greek
τρύω — Α (εύχρηστοι τ. ο παθ. παρακμ. τέτρυμαι και η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ. τετρυμένος) βασανίζω, ταλαιπωρώ («ἀεὶ δὲ τοῡ παρόντος ἀχθηδὼν κακοῡ τρύσει σ », Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τρύω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *teru / *tru , η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη … Dictionary of Greek
Παρακλητικός κανόνας — Θρηνητικοί ύμνοι γραμμένοι στη συνηθισμένη μορφή των υμνογραφικών κανόνων. Συνοδεύονται από καθίσματα, από στίχους και άλλα τροπάρια, με τα οποία αποτελούν μικρή παρακλητική ακολουθία που ψάλλεται στους ναούς ή στα σπίτια. Με αυτά επιδιώκεται η… … Dictionary of Greek